του Γιώργου Μαυρογιώργου*
«Η Ελλάδα είναι ο κακός μαθητής της Ευρώπης. Αυτή είναι
όλη η αρετή της. Ευτυχώς που υπάρχουν κακοί μαθητές σαν την Ελλάδα που
εκφράζουν την πολυπλοκότητα των πραγμάτων. Που εκφράζουν μια άρνηση απέναντι σε
μια ορισμένη κανονικοποίηση, γερμανογαλλική και άλλη. Συνεχίστε λοιπόν να είστε
κακοί μαθητές και θα παραμείνουμε καλοί φίλοι…»
(1992, Φελίξ Γκουαταρί.
Αναφέρεται από τον Lazzarato (2014 :185)
1.Εισαγωγικά: Γιατί μας ενδιαφέρουν οι «ουραγοί»;
Προτάσσουμε τη θεωρητική αφετηριακή παραδοχή, σύμφωνα με
την οποία στις ταξικές κοινωνίες η εκπαίδευση είναι κρατικός ιδεολογικός
μηχανισμός που συμβάλλει στη διευρυμένη αναπαραγωγή των υφιστάμενων κοινωνικών
σχέσεων άνισης κατανομής πλούτου, προνομίων, εξουσίας και της κυρίαρχης
ιδεολογίας. Η αναπαραγωγική αυτή λειτουργία αναπροσδιορίζεται, ιδίως μετά το
΄80 -΄90, στο πλαίσιο πολιτικών «διακυβέρνησης» που αναπτύσσουν
υπερεθνικοί διακρατικοί οργανισμοί, με ρυθμιστικές και κανονιστικές παρεμβάσεις «εξ αποστάσεως», με σκοπό
την προώθηση και εμπέδωση κυρίαρχων και αυταρχικών νεοφιλελεύθερων
προταγμάτων στην παγκοσμιοποιούμενη καπιταλιστική αγορά. Σε περιόδους σοβαρής
χρηματοπιστωτικής κρίσης (χρεοκοπίας), που διαρκεί πολύ, όπως αυτή που
αντιμετωπίζουμε στην Ελλάδα, όπου το χρέος γίνεται και εργαλείο άσκησης
πολιτικών «δέους», με τη συνέργεια διεθνών διακρατικών οργανισμών (ΔΝΤ,ΕΕ,ΟΟΣΑ,
κ.ά.), οι ασκούμενες πολιτικές στην εκπαίδευση οξύνουν την ένταση των ταξικών
διακρίσεων και ανισοτήτων.
Γι’ αυτό, είναι απαραίτητο κάθε φορά να μελετώνται και να
αναδεικνύονται οι τρόποι με τους οποίους θέματα εξουσίας, ιδεολογίας, ελέγχου
και διακυβέρνησης ενσωματώνονται σε συγκεκριμένα καίρια πεδία εκπαιδευτικών
πολιτικών. Το Project PISA είναι μια μονοπωλιακή -νεοφιλελεύθερης
σύλληψης- γενικευμένη εφαρμογή ανταγωνιστικής συγκριτικής αξιολόγησης, σε
παγκόσμια κλίμακα. Δεν είναι μικρή υπόθεση που ξεσηκώνει κι εξασφαλίζει τη
συμμετοχή 80 χωρών (στα επίσημα κείμενα αναφέρονται ως «οικονομίες»), που
αντιπροσωπεύουν το 80% του παγκόσμιου πλούτου, και στο οποίο κάθε φορά
συμμετέχουν δέκα χιλιάδες σχολεία, με τους εκπαιδευτικούς τους και μισό
εκατομμύριο μαθητών.
Μια τέτοια διερεύνηση μάς βοηθάει να κατανοήσουμε τους
τρόπους με τους οποίους εκπαιδευτικοί και μαθητές καλούνται να γίνουν πιο
αποτελεσματικοί φορείς πολιτιστικής και κοινωνικής αναπαραγωγής. Επιλέξαμε να σκιαγραφήσουμε το «αφήγημα ΟΟΣΑ/PISA», από την πλευρά αυτών που υφίστανται τη βία των
κοινωνικών ανισοτήτων και διακρίσεων στην εκπαίδευση και που αντιμετωπίζουν τον διεθνή
ανταγωνιστικό διασυρμό τους, καθώς η χώρα κατατάσσεται σε όλες τις
εφαρμογές PISA μιας δεκαπενταετίας (2000-2015) στην τρίτη
ομάδα των χωρών της «ουράς». Οι συγκεκριμένοι «ουραγοί», όπως κι οι «άριστοι»,
είναι κατασκευή του ΟΟΣΑ/PISA, με τις περίτεχνες, αλλά αναξιόπιστες
επινοήσεις συγκριτικής αξιολόγησης των επιδόσεων, τις
μετρήσεις, τις στατιστικές αναλύσεις και τις κατατάξεις (Grek, 2009). Δεν έχει τόση σημασία, ποιος κατατάσσεται σε
ποια κατηγορία, όσο το ότι υποστηρίζεται ένας ανταγωνισμός πάνω σε ένα
δραματικά αναπροσδιορισμένο περιεχόμενο «εκπαίδευσης διά βίου», με επίκεντρο
δεξιότητες και ικανότητες που καλύπτουν τις ανάγκες της καπιταλιστικής αγοράς.
Έχουμε υπόψη μας πως οι ομάδες των μαθητών που κατατάσσονταν, όλα αυτά τα χρόνια, στους «ουραγούς»
δεν συγκροτούσαν ενιαία κοινωνική κατηγορία δεκαπεντάχρονων μαθητών, από άποψη
υλικών συνθηκών, κοινωνικών προνομίων και πολιτισμικών αναφορών. Στην ανακοίνωση του ΙΕΠ, που είναι ο Εθνικός Φορέας
Διαχείρισης PISA, για τα αποτελέσματα του 2015, διαβάζουμε[1]:
«Έχει ήδη παλαιότερα επισημανθεί, πως τα
ελληνικά αποτελέσματα χαρακτηρίζονται από πολύ μεγάλη διαφορά ανάμεσα στις
υψηλές και χαμηλές επιδόσεις με τις τελευταίες να είναι η κύρια πηγή
χαμηλότερης κατάταξης της χώρας. Η επισήμανση αυτή θέτει εκ νέου το θέμα της ουσιαστικής εξίσωσης των όρων εκπαίδευσης καθώς και
της ενίσχυσης των κοινωνικά ασθενέστερων και ευάλωτων ομάδων, που αποτελεί και
προτεραιότητα της πολιτείας».
Παρουσιάζει ενδιαφέρον η αναφορά στην προτεραιότητα της «ουσιαστικής εξίσωσης
των όρων της εκπαίδευσης» και «της ενίσχυσης των κοινωνικά ασθενέστερων και
ευάλωτων ομάδων». Το ίδιο, και το σχόλιο για τη σημαντική διαφορά ανάμεσα στις υψηλές και τις χαμηλές επιδόσεις των
Ελλήνων μαθητών που ευθύνεται για την κατάταξη της χώρας στην ομάδα των «ουραγών». Αυτές οι επισημάνσεις, σε συνδυασμό,
μας υπενθυμίζουν πώς ανάμεσα στους Έλληνες μαθητές που κατατάσσονται, με βάση
τις επιδόσεις PISA, στην κατηγορία των «ουραγών», υπάρχουν
κοινωνικές κατηγορίες μαθητών που έχουν υψηλές επιδόσεις και άλλες με χαμηλές επιδόσεις, μόνο που οι διαφορές τους είναι
μεγάλες , έτσι που, κατά κάποιο τρόπο «ακυρώνουν» τις υψηλές. Η μεγάλη, δηλαδή,
διαφορά (τυπική απόκλιση από τη μέση επίδοση), ανάμεσά τους, δημιουργεί δύο
ευδιάκριτες υπο-ομάδες, εντός της κατηγορίας των «ουραγών». Κι
αυτές οι ομάδες προκύπτουν, κατά τεκμήριο, με όρους κοινωνικής αναφοράς.
Το PISA δεν αναγνωρίζει, με το «δοκίμιο» που
συντάσσει, τις υλικές, τις κοινωνικές και τις πολιτισμικές
παραμέτρους που προσδιορίζουν τους μαθητές στους οποίους απευθύνεται. Το
δοκίμιο είναι ένα και κοινό. Αυτό, από μόνο του, εγγράφει κοινωνική και
πολιτισμική μεροληψία. Το «αφήγημα» που θα επιχειρήσουμε να σκιαγραφήσουμε
αναφέρεται στους «ουραγούς» της κατάταξης, χωρίς τις επιμέρους διαφοροποιήσεις
τους και διακρίσεις που έτσι κι αλλιώς είναι παρούσες.
Υπάρχουν και «ουραγοί» με υψηλές επιδόσεις. Μας ενδιαφέρει το πολιτικό ζήτημα
της υπο-ομάδας των «ουραγών», με τις χαμηλές επιδόσεις, σε μια διαδικασία που εγκαθιδρύει μηχανισμούς διακυβέρνησης της
εκπαίδευσης εξ αποστάσεως, σε παγκόσμια κλίμακα.
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου