της Σοφίας Χατζοπούλου
Στη σύγχρονη οικονομική επιστήμη του Μάρκετινγκ όταν η
απόδοση ενός προϊόντος δεν είναι η αναμενόμενη, οι ενδιαφερόμενοι πρέπει να
ασχοληθούν με την αλλαγή της εικόνας του, τον επανασχεδιασμό του και την
επαναπροώθησή του ως κάτι εντελώς νέο και καινοτόμο.
Κάπως έτσι λειτουργεί και η προώθηση μέτρων και πολιτικών
στην κοινωνία της Αγοράς, όπου η ιδεολογία της επιχείρησης με τη συναφή της
ορολογία (προγραμματισμός, αποτελεσματικότητα, αποτίμηση, ποιότητα) γίνεται το
βασικό αξιακό πλαίσιο λειτουργίας κοινωνικών θεσμών, όπως του σχολείου.
Διαβάζοντας την πρόταση του Υπουργείου για τις “Νέες
Δομές Υποστήριξης της Εκπαίδευσης” παρατηρούμε πολλές από τις τεχνικές που
μπορούν να κάνουν το “προϊόν” να φαίνεται ελκυστικό και ασφαλές, ειδικά μετά τη
γενικευμένη και συντονισμένη αντίδραση του κλάδου που οδήγησε σε αποτυχία
αντίστοιχες προτάσεις (Διαμαντοπούλου, Αρβανιτόπουλος) για την αναδιάρθρωση της
εκπαίδευσης και την αυτοαξιολόγηση.
Ας δούμε όμως πρώτα ποιους στόχους επικαλείται το
Υπουργείο για την προώθηση των “Νέων Δομών” και με ποιόν τρόπο τις προωθεί.
ΣΤΟΧΟΣ Νο 1: “Η βελτίωση της
αποτελεσματικότητας του εκπαιδευτικού συστήματος καθώς και της ποιότητας του
εκπαιδευτικού έργου”.
Η εφαρμογή της οικονομικής ορολογίας πάνω στο κοινωνικό
αγαθό έχει διεισδύσει τόσο στην πολιτική συνείδηση, ώστε η χρήση της να
θεωρείται απόδειξη της φερεγγυότητας του φορέα της. Ποιος εκπαιδευτικός θα
έλεγε ότι δεν τον ενδιαφέρει η ποιότητα της εκπαίδευσης που παρέχει στους
μαθητές του; Οι έννοιες όμως της ποιότητας και πολύ περισσότερο της
αποτελεσματικότητας δεν είναι κενές περιεχομένου. Αντιθέτως, επιδέχονται πολλές
ερμηνείες και κριτική ανάλογα με το τι θεωρεί ο καθένας βέλτιστο κι επιθυμητό,
και ποιος καθορίζει τελικά το τι είναι αυτή η ποιότητα. Το ίδιο ισχύει και με
την έννοια της αποτελεσματικότητας. Ποιο είναι το επιθυμητό αποτέλεσμα, από
ποιους καθορίζεται και τέλος το πιο σημαντικό απ’ όλα, πώς και από ποιους
πιστοποιείται; Η έννοια του αποτελέσματος είναι άρρηκτα συνδεδεμένη με την
έννοια του ελέγχου και της αξιολόγησης, αν και η πρόταση του Υπουργείου
αποφεύγει επιμελώς να χρησιμοποιήσει αυτή τη λέξη. Αντί γι αυτή περιορίζεται
στην πιο αποφορτισμένη λέξη αποτίμηση,
την οποία αναφέρει σε όλες τις αρμοδιότητες των νέων δομών που περιγράφει, ως
το τελικό στάδιο των λειτουργιών τους. Το ενδιαφέρον, βέβαια, είναι ότι για να
διασφαλίσει τη συνέχεια των εργασιών των δομών και άρα και της υποστήριξης που
θα παρέχουν στους κοινωνικούς φορείς , εν προκειμένω στα σχολεία, η αποτίμηση
θα αποτελεί και αρχικό στάδιο κάθε νέου προγραμματισμού. Ο Σύλλογος Διδασκόντων
θα είναι το όργανο που θα εγγυάται τη συνέχεια αυτή, αφού θα “αποτιμά το συνολικό εκπαιδευτικό έργο
εστιάζοντας στην επίλυση προβλημάτων που προέκυψαν, αναδιατυπώνοντας ή/και
αναπλαισιώνοντας τους στόχους του αρχικού εκπαιδευτικού προγραμματισμού.”
Έτσι γίνεται σαφές ότι η υποστήριξη της εκπαίδευσης, του
εκπαιδευτικού αλλά και του μαθητή θα γίνεται, με την προϋπόθεση ότι έχει
προηγηθεί η αποτίμηση/αξιολόγηση του εκπαιδευτικού έργου και των αποτελεσμάτων
του, επιβάλλοντας έτσι εντέχνως την αυτοαξιολόγηση της σχολικής μονάδας
και δημιουργώντας έναν ασφυκτικό κλοιό εποπτείας ελέγχου και συμμόρφωσης, αν
θέλει κάποιος να γίνει μέτοχος του Δημόσιου Αγαθού. Η απρόσκοπτη, ισότιμη κι
ενιαία παροχή του αγαθού της παιδείας και της εκπαίδευσης θα εξαρτάται και θα προσαρμόζεται
πια σε μια σειρά “αποτελεσμάτων” που συνδέονται με κοινωνικές και οικονομικές
καταστάσεις και συνθήκες, τις οποίες η εκπαίδευση θα έπρεπε να υπερβεί, έτσι
ώστε να μην τις αναπαράγει. Αντί γι αυτό προτείνεται η διαφοροποιημένη
εκπαίδευση που θα προσαρμόζεται στις συνθήκες και τελικά θα τις αναπαράγει μέσα
από “την δημιουργία ενός περισσότερο
αποκεντρωμένου εκπαιδευτικού συστήματος που να επιτρέπει και να επιδιώκει τη
«διαφοροποίηση» με την έννοια της ανταπόκρισης στην ετερογένεια των αναγκών και
των ενδιαφερόντων όλων των μαθητών”. Με αυτό τον τρόπο η νέα δομή και
λειτουργία της εκπαίδευσης είναι ξεκάθαρα ανταποδοτική, αναπαράγοντας την
ταξικότητα και τις διακρίσεις, παγιδεύοντας τα σχολεία στον φαύλο κύκλο της
κατηγοριοποίησης, μέσω της συνεχούς αξιολόγησης τους, αποκρύπτοντας τις
δυσμενείς συνθήκες και τις ελλείψεις που επιβάλλονται πάνω τους και
μετατοπίζοντας τις ευθύνες της παρεχόμενης εκπαίδευσης εξ’ ολοκλήρου σε αυτά.
Και κάπως έτσι ερχόμαστε στον δεύτερο στόχο των “νέων δομών”.
ΣΤΟΧΟΣ Νο 2: “Η σταδιακή
αποκέντρωση του εκπαιδευτικού συστήματος, ως βασικό στοιχείο της
μεταρρυθμιστικής πολιτικής, αποτελεί εναλλακτική λύση για τον εκδημοκρατισμό
του με την ενίσχυση της εφαρμογής συμμετοχικών μοντέλων στην οργάνωση και
διοίκηση της εκπαίδευσης”.
Στην συγκεκριμένη διατύπωση βλέπουμε τη χρήση δύο θετικών
κοινών τόπων, αυτού της “αποκέντρωσης” κι εκείνου των “συμμετοχικών” μοντέλων.
Η αναδιάρθρωση το δημόσιου και πολιτικού τοπίου της χώρας υπήρξε σταθερή
επιδίωξη στη πολιτική ζωή του τόπου από τη δεκαετία του 80’ και μετά, έτσι ώστε
να καμφθεί ο συγκεντρωτισμός του κεντρικού κράτους και να διευρυνθεί το πεδίο
των αποφάσεων σε ένα οριζόντιο μοντέλο, που θα εγγυόταν τις δημοκρατικές
διαδικασίες και θα στόχευε στην απευθείας επίλυση τοπικών προβλημάτων. Αυτό
ακριβώς το πρότυπο επικαλείται η πρόταση του Υπουργείου παρουσιάζοντας τη
δημιουργία νέων δομών, με την κατάργηση και την συγκέντρωσή των παλαιών σε
αυτές με νέες επαυξημένες αρμοδιότητες.
Κι εξηγούμαι δίνοντας τα εξής παραδείγματα. Ιδρύονται στο
επίπεδο των Περιφερειακών Διευθύνσεων Εκπαίδευσης τα ΠΕΚΕΣ (Περιφερειακά Κέντρα
Εκπαιδευτικού Σχεδιασμού). Τα ΠΕ.Κ.Ε.Σ. έχουν στην ευθύνη τους τον εκπαιδευτικό
σχεδιασμό, την επιστημονική και παιδαγωγική καθοδήγηση, την οργάνωση της
επιμόρφωσης, την αποτίμηση του εκπαιδευτικού έργου των σχολικών μονάδων της
περιοχής τους. Τα ΠΕ.Κ.Ε.Σ. ενσωματώνουν τις αρμοδιότητες των Π.Ε.Κ., των
Προϊσταμένων Παιδαγωγικής Καθοδήγησης, και των Σχολικών Συμβούλων. Στην ουσία
μιλάμε για «μικρά υπουργεία παιδείας», που θα συγκεντρώνουν πλήθος αρμοδιοτήτων
και θα παίζουν καθοριστικό ρόλο στη χάραξη της εκπαιδευτικής πολιτικής, αφού θα
λογοδοτούν άμεσα στο Ινστιτούτο Εκπαιδευτικής Πολιτικής.
Δημιουργούνται τα Κ.Ε.Σ.Υ. (Κέντρα Εκπαιδευτικής και
Συμβουλευτικής Υποστήριξης) που θα λειτουργούν σε επίπεδο Διεύθυνσης
Εκπαίδευσης, και μέσα σε αυτά θα στοιβαχτούν υπάρχουσες δομές που θα
καταργηθούν και θα συγχωνευτούν εκ νέου, τα Κ.Ε.Δ.Δ.Υ., Σ.Σ.Ν., Κ.Ε.Σ.Υ.Π.,
Κ.Ε.Π.Λ.Η.Ν.Ε.Τ. και Ε.Κ.Φ.Ε. Τα δε παλιά Κέντρα Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης θα
μετονομαστούν σε Κέντρα Εκπαίδευσης για την Αειφορία (ΚΕΑ) και θα επιφορτιστούν
με πρόσθετες αρμοδιότητες, συγκεντρώνοντας στον φορέα τους τομείς της
Περιβαλλοντικής Εκπαίδευσης, της Αγωγής Υγείας, των Πολιτιστικών Θεμάτων και
Πολιτιστικών Δραστηριοτήτων. Είναι προφανές ότι αυτή είναι μια αναδιάρθρωση που
δεν έχει καμία σχέση με την αποκέντρωση και την διακτίνωση των αρμοδιοτήτων,
αλλά μάλλον τη συγχώνευση, τη μείωση του κόστους και τη συγκέντρωση της
εποπτείας.
Στο επίπεδο των διοικητικών οργάνων η έννοια της
οριζόντιας διάταξης παίρνει μάλλον μια νέα διάσταση, δεδομένου ότι η νέα
διάταξη (σύλλογος διδασκόντων, διευθυντής, σχολικό συμβούλιο, ομάδες σχολείων,
ΠΕΚΕΣ, ΠΕΣΥ, Περιφερειακή Διεύθυνση Εκπαίδευσης, ΙΕΠ, Υπουργείο) παραμένει μια
αυστηρά ιεραρχική, κάθετη δομή οργάνωσης με δοσμένους ρόλους στη λήψη αποφάσεων
(άλλοι νομοθετικοί, άλλοι απλώς γνωμοδοτικοί) και σχέσεις λογοδοσίας μεταξύ
τους.
Παρόλα αυτά το Υπουργείο συνεχίζει να προτάσσει την
αποκέντρωση ως μέγιστη αξία της αναδιάρθρωσης των δομών.
Αυτό όμως που τελικά φαίνεται να “αποκεντρώνεται” είναι
μάλλον η ευθύνη των φορέων ως προς την παροχή του Δημόσιου Αγαθού. Ουσιαστικά
δηλαδή πρόκειται για μια μορφή απορρύθμισης του κεντρικού κράτους με τη
μετακύλιση εκπαιδευτικών, λειτουργικών, και τελικά οικονομικών αρμοδιοτήτων και
ευθυνών στην “αυτόνομη” περιφέρεια. Δεν είναι καθόλου τυχαία η ανάθεση των
οικονομικών στα σχολεία σε αυτήν την συγκυρία. Πέρα από την αποτίναξη και
διακτίνωση του οικονομικού βάρους, η “αποκέντρωση” και “η σχετική αυτονομία”
λειτουργούν και ιδεολογικά σαν φίλτρο απορρόφησης συγκρούσεων κι αντιδράσεων,
ενώ ταυτόχρονα αναδιαρθρώνουν τις συνθήκες νομιμοποίησης της πολιτικής
εξουσίας, καθώς “η μετατόπιση των αρμοδιοτήτων και η κατάτμηση του αντικειμένου
των διοικητικών πράξεων έχει καταρχήν ως σκοπό την διεύρυνση της πολιτικής
συναίνεσης για την άσκηση εξουσίας.” (Κ.Ψυχοπαίδης, Π.Γετίμης, “Ρυθμίσεις
Τοπικών Προβλημάτων” ΙΜΜ, Αθήνα, 1989)
Η συναίνεση αυτή αποτελεί μέρος των συν-θετικών εννοιών
που συναντώνται σε πληθώρα στην πρόταση του Υπουργείου, κι αποτελούν τον πυρήνα
του τρίτου στόχου.
ΣΤΟΧΟΣ Νο 3: “Η
πραγμάτωση ενός ευρύτερου οράματος για
ένα σχολείο δημόσιο, δημοκρατικό και συνεργατικό”.
Αν κανείς διαβάσει μόνο το κομμάτι που αφορά τη
λειτουργία και τον ρόλο του Συλλόγου Διδασκόντων σε αυτό το νέο οργανόγραμμα
του Υπουργείου, θα παρατηρήσει την συνεχή επανάληψη λέξεων με πρώτο συνθετικό
την πρόθεση συν- (συνδιαμορφωτής, συμμετοχικές, συνεργατικές, σύνδεση,
διασύνδεση, συλλογικές κτλ). Η διάχυση τέτοιων συλλογικών όρων σε όλη την
πρόταση είναι εμφανής κι έρχεται μαζί με την έννοια της αυτονομίας να εμπεδώσει
την δημοκρατικότητα του σχολείου και της εκπαίδευσης. Πέρα από τις ενστάσεις που
αναφέρθηκαν παραπάνω σχετικά με την αυτονομία των σχολείων, πρέπει σε αυτό το
σημείο να αναφερθούμε στο οικονομικό-εργασιακό υπόβαθρο της “δημοκρατικής”
λειτουργίας του Συλλόγου Διδασκόντων και των σχολείων, με
εκπαιδευτικούς-εργαζόμενους δύο και τριών ταχυτήτων, με διαφορετικά εργασιακά
status, διαφορετικά δικαιώματα, διαφορετικές συνθήκες εργασίας, και τελικά
διαφορετικό ρόλο στο σχολείο και συνείδηση αυτού του ρόλου από τους ίδιους τους
εκπαιδευτικούς. Βασικό στοιχείο της δημοκρατίας είναι η ισονομία και η ισότητα,
πράγμα το οποίο λείπει εντελώς στα σύγχρονα σχολεία, εξαιτίας των εργασιακών
πολιτικών όλων των κυβερνήσεων με επιστέγασμα την τελευταία κυβέρνηση
ιδεολογικής νομιμοποίησης του νεο-φιλελευθερισμού.
Η μόνη συν-λέξη που δεν αναφέρεται αλλά αποτελεί σαφώς
μέρος της πρότασης του Υπουργείου είναι η συμ-μόρφωση. Όπως αναφέρεται
άλλωστε στην πρόταση του Υπουργείου, “Οι
πιθανοί-ενδεικτικοί θεματικοί άξονες τίθενται μέσω σχεδίου προγραμματισμού το
οποίο καθορίζεται με ΥΑ και παρουσιάζεται στα σχολεία με οδηγίες συμπλήρωσης
και ενημερωτικές συναντήσεις των Διευθυντών των σχολείων από τα στελέχη του
ΠΕΚΕΣ.” Έτσι ο ρόλος του Συλλόγου Διδασκόντων περιορίζεται σε
νομιμοποιητικό και εκτελεστικό όργανο αποφάσεων που λαμβάνονται έξω και πάνω
από αυτόν
Στόχος είναι να περάσουν οι αποφάσεις με όσο λιγότερους
δυνατούς τριγμούς κι αναταράξεις γίνεται, γι αυτό κι ένα μεγάλο μέρος
επιμορφωτικών σεμιναρίων από τις Διευθύνσεις Εκπαίδευσης οργανώνονται πια γύρω
από το θέμα “Διαχείριση κι Επίλυση Συγκρούσεων στους Συλλόγους Διδασκόντων” με
έναν και μόνο σκοπό, την επίτευξη των κεντρικών αποφάσεων και προτάσεων.
Η πρόταση του Υπουργείου ακολουθεί όλους τους κανόνες
ενός καλού μάρκετινγκ. Το προϊόν παρουσιάζεται με μοντέρνο, εκσυγχρονιστικό
περιτύλιγμα, ήπια και θετική γλώσσα, συχνές επαναλήψεις
συναισθηματικά/ιδεολογικά φορτισμένων λέξεων και κοινών τόπων, και για το τέλος
ένα δωράκι μαζί με το προϊόν για όλους εμάς με έντονα γράμματα μαρκίζας.
“Οι εκπαιδευτικοί της τάξης δεν αξιολογούνται.”
Το επικοινωνιακό αυτό τρικ όμως
δεν πείθει κανέναν. Aπ’ ότι φαίνεται η αξιολόγηση των εκπαιδευτικών είναι το
επόμενο βήμα μετά την αναδιάρθρωση της εκπαίδευσης και την αυτοαξιολόγηση της
σχολικής μονάδας. Δημιουργώντας τους μηχανισμούς εποπτείας και το πλαίσιο
λειτουργίας τους, εισάγει θεσμικά και ιδεολογικά την κουλτούρα της αξιολόγησης
και της λογοδοσίας στην εκπαίδευση, προλειαίνοντας το έδαφος για το τελικό
ζητούμενο των ΕΕ και ΟΟΣΑ, την αξιολόγηση.
Πηγή: selidodeiktis.edu.gr
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου